Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση
Προληπτική ρυθμιστική παρέμβαση και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων | Εξυγίανση μη βιώσιμων πιστωτικών ιδρυμάτων | Συστήματα εγγύησης καταθέσεων | |
---|---|---|---|
Ευρωπαϊκοί «Ενιαίοι Μηχανισμοί» | Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός ('SSM') | Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης ('SRM') και Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης ('SRF') | Πρόταση Κανονισμού της Επιτροπής για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Ταμείου Ασφάλισης Καταθέσεων |
Εφαρμοστέο δίκαιο ('Single Rulebook') | Κανονισμός 575/2013 ('CRR') - Οδηγία 2013/36/ΕΕ ('CRD IV') | Οδηγία 2014/59/ΕΕ για την ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων ('BRRD') | Οδηγία 2014/49/ΕΕ για τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων ('DGSD') |
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η έναρξη λειτουργίας του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (Single Supervisory Mechanism, SSM) στις 4 Νοεμβρίου 2014 αποτέλεσε την απαρχή μιας νέας εποχής για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, καθώς η εποπτεία των συστημικά σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων ανατέθηκε σε μια υπερεθνική αρχή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός, ο οποίος συστάθηκε με τον Κανονισμό 1024/2013 του Συμβουλίου για την ανάθεση στην ΕΚΤ ειδικών καθηκόντων σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, αποτελεί ένα νέο θεσμικό μόρφωμα στο πλαίσιο λειτουργίας του οποίου:
- η ΕΚΤ ανέλαβε την άμεση προληπτική εποπτεία των 123 μεγαλύτερων πιστωτικών ιδρυμάτων (καθώς και των 1.104 θυγατρικών τους) που εδρεύουν σε κράτη-μέλη της ευρωζώνης, ενώ
- τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που οφείλουν να εκπληρώνουν τα πιστωτικά ιδρύματα (CRR),
- η άμεση προληπτική εποπτεία των υπολοίπων (περίπου 3.500) πιστωτικών ιδρυμάτων συνεχίζει να ασκείται από τις εθνικές εποπτικές αρχές (δηλαδή στη χώρα μας από την Τράπεζα της Ελλάδος), υπό τις κατευθυντήριες γραμμές και τις οδηγίες της ΕΚΤ.
Στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ υπάγονται και τα τέσσερα (4) ελληνικά συστημικά σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα.
2. Κράτη-μέλη που συμμετέχουν στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό
Στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό συμμετέχουν υποχρεωτικά τα 19 κράτη-μέλη της ευρωζώνης, ενώ τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να συμμετέχουν στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό μέσω της καθιέρωσης «στενής συνεργασίας» των εθνικών εποπτικών αρχών τους με την ΕΚΤ.
Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός περιλαμβάνει την ΕKT και τις εθνικές εποπτικές αρχές των συμμετεχόντων στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό κρατών-μελών («συμμετέχοντα κράτη-μέλη»), οι οποίες είναι κεντρικές τράπεζες ή ανεξάρτητες διοικητικές αρχές (σε ορισμένα κράτη-μέλη έχουν ανατεθεί εποπτικά καθήκοντα και σε ανεξάρτητη διοικητική αρχή και στην κεντρική τράπεζα). Ειδικότερα οι εθνικές εποπτικές αρχές των συμμετεχόντων κρατών-μελών είναι οι εξής:
- Αυστρία: Finanzmarktaufsicht
- Βέλγιο: Nationale Bank van Belgie/Banque Nationale de Belgique
- Γαλλία: Autorite de controle prudentiel et de resolution
- Γερμανία: Bundesanstalt fur Finanzdienstleistungsaufsicht
- Ελλάδα: Bank of Greece Εσθονία: Finantsinspektsioon
- Ιρλανδία: Central Bank of Ireland/Banc Ceannais na hEireann Ισπανία: Banco de Espana
- Ιταλία: Banca dItalia
- Κύπρος: Central Bank of Cyprus
- Λετονία: Finansu un kapitala tirgus komisija
- Λιθουανία: Lietuvos bankas
- Λουξεμβούργο: Commission de Surveillance du Secteur Financier
- Μάλτα: Malta Financial Services Authority
- Ολλανδία: De Nederlandsche Bank
- Πορτογαλία: Banco de Portugal
- Σλοβακία: Narodna banka Slovenska
- Σλοβενία: Banka Slovenije
- Φινλανδία: Finanssivalvonta
3. Πεδίο εφαρμογής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού
Στο πεδίο εφαρμογής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού περιλαμβάνονται οι ακόλουθες εποπτευόμενες οντότητες που εδρεύουν σε συμμετέχοντα κράτη-μέλη:
- πιστωτικά ιδρύματα,
- χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών (financial holding companies),
- μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών (mixed financial holding companies),
- υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε μη συμμετέχοντα κράτη-μέλη.
Στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, οι προαναφερθείσες εποπτευόμενες οντότητες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
- τις σημαντικές, οι οποίες εποπτεύονται από την ΕΚΤ,
- και τις λιγότερο σημαντικές, οι οποίες εποπτεύονται από τις εθνικές εποπτικές αρχές.
Η διάκριση των ανωτέρω εποπτευόμενων οντοτήτων στις δύο (2) κατηγορίες (σημαντικές/λιγότερο σημαντικές) γίνεται βάσει ορισμένων κριτηρίων που προβλέπονται στον Κανονισμό 1024/2013 (SSM Regulation) και εξειδικεύονται με τον Κανονισμό 468/2014 για το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών εποπτικών αρχών (SSM Framework Regulation).
4. Κριτήρια προσδιορισμού της σημασίας των εποπτευόμενων οντοτήτων
4.1 Μέγεθος
Μια εποπτευόμενη οντότητα ή ένας τραπεζικός όμιλος χαρακτηρίζεται ως σημαντική/σημαντικός, εάν η αξία των στοιχείων του ενεργητικού υπερβαίνει τα 30 δισ. ευρώ. Στην περίπτωση των τραπεζικών ομίλων για τον υπολογισμό του ενεργητικού λαμβάνονται υπόψη όλες οι επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην εποπτική ενοποίηση, περιλαμβανομένων των θυγατρικών και των υποκαταστημάτων σε μη συμμετέχοντα κράτη-μέλη και σε τρίτες χώρες.
4.2 Σημασία για την οικονομία της Ένωσης ή ενός συμμετέχοντος κράτους-μέλους
Μία εποπτευόμενη οντότητα ή ένας τραπεζικός όμιλος θεωρείται σημαντική/σημαντικός, εάν το ενεργητικό της εποπτευόμενης οντότητας ή της εγκατεστημένης σε συμμετέχον κράτος-μέλος μητρικής επιχείρησης του τραπεζικού ομίλου, ανέρχεται τουλάχιστον:
1. σε 5 δισ. ευρώ, και
2. στο 20% του ΑΕΠ του συμμετέχοντος κράτους-μέλους στο οποίο εδρεύει.
4.3 Υποβολή αιτήματος ή λήψη άμεσης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης από τον ESM
Μία εποπτευόμενη οντότητα χαρακτηρίζεται σημαντική από την ημερομηνία από την οποία το συμμετέχον κράτος-μέλος στο οποίο εδρεύει υποβάλει αίτημα στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) για τη λήψη άμεσης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης δυνάμει του άρθρου 19 του Καταστατικού του ESM, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις.
4.4 Διασυνοριακές δραστηριότητες
Ένας τραπεζικός όμιλος χαρακτηρίζεται σημαντικός, εφόσον η μητρική επιχείρηση έχει συστήσει θυγατρικά πιστωτικά ιδρύματα σε περισσότερα του ενός συμμετέχοντα κράτη-μέλη και πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
- ο ενεργητικό του ομίλου υπερβαίνει τα 5 δισ. ευρώ, και
- είτε η αξία των διασυνοριακών στοιχείων του ενεργητικού υπερβαίνει το 20% της αξίας του συνολικού του ενεργητικού,
- είτε η αξία των διασυνοριακών του υποχρεώσεων υπερβαίνει το 20% της αξίας των συνολικών του υποχρεώσεων
Ως διασυνοριακά στοιχεία ενεργητικού και διασυνοριακές υποχρεώσεις ενός τραπεζικού ομίλου νοούνται τα στοιχεία του ενεργητικού και οι υποχρεώσεις αντίστοιχα έναντι αντισυμβαλλομένου που είναι πιστωτικό ίδρυμα ή άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εδρεύει σε άλλο συμμετέχον κράτος-μέλος της Τραπεζικής Ένωσης.
4.5 Τα τρία (3) μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα ή τραπεζικοί όμιλοι σε ένα κράτος-μέλος
Σε κάθε περίπτωση ένα πιστωτικό ίδρυμα ή ένας τραπεζικός όμιλος χαρακτηρίζεται σημαντικό/σημαντικός, εφόσον συγκαταλέγεται βάσει ενεργητικού μεταξύ των τριών (3) μεγαλύτερων πιστωτικών ιδρυμάτων ή τραπεζικών ομίλων ενός συμμετέχοντος κράτους-μέλους.
Επισημαίνεται ότι η ΕΚΤ μπορεί ανά πάσα στιγμή, είτε ιδία πρωτοβουλία είτε μετά από πρόταση της οικείας εθνικής εποπτικής αρχής, να αναλάβει, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, την εποπτεία μιας εποπτευόμενης οντότητας που έχει χαρακτηριστεί βάσει των προβλεπόμενων κριτηρίων ως λιγότερο σημαντική. Επίσης, η ΕΚΤ μπορεί να αναθέσει στην οικεία εθνική εποπτική αρχή την εποπτεία μιας εποπτευόμενης οντότητας, παρά την ικανοποίηση των κριτηρίων χαρακτηρισμού της ως σημαντικής, εφόσον συντρέχουν ειδικές περιστάσεις.
4.6 Κριτήρια προσδιορισμού της σημασίας των θυγατρικών πιστωτικών ιδρυμάτων των τραπεζικών ομίλων
Αναφορικά με την εποπτεία των τραπεζικών ομίλων των οποίων η μητρική επιχείρηση εδρεύει σε συμμετέχον κράτος-μέλος, η ΕΚΤ είναι αρμόδια για την εποπτεία όλων των εγκατεστημένων σε συμμετέχοντα κράτη-μέλη θυγατρικών εποπτευόμενων οντοτήτων ενός τραπεζικού ομίλου, εφόσον στον υψηλότερο βαθμό ενοποίησης πληρούται οποιοδήποτε από τα προαναφερθέντα κριτήρια σχετικά με:
- το μέγεθος
- τη σημασία για την οικονομία της Ένωσης ή ενός συμμετέχοντος κράτους-μέλους, και
- τις διασυνοριακές δραστηριότητες.
Επίσης, η ΕΚΤ εποπτεύει άμεσα οποιοδήποτε εγκατεστημένο σε συμμετέχον κράτος-μέλος θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα ενός τραπεζικού ομίλου, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα σε ατομική βάση:
- έχει υποβάλει αίτημα ή έχει λάβει άμεση δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη από τον ESM, ή
- είναι ένα από τις τρία (3) μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα του κράτους-μέλους στο οποίο εδρεύει.
5. Όργανα του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού
Διοικητικό Συμβούλιο: πρόκειται για το βασικό όργανο λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ. Απαρτίζεται από τα έξι (6) μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ και τους Διοικητές των Εθνικών Κεντρικών Τραπεζών των κρατών-μελών της ευρωζώνης. Στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, το κύριο καθήκον του Διοικητικού Συμβουλίου συνίσταται στην έγκριση των σχεδίων Απόφασης που του υποβάλλει το Εποπτικό Συμβούλιο.
Εποπτικό Συμβούλιο: πρόκειται για ένα εσωτερικό όργανο της ΕΚΤ που είναι αρμόδιο για τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί. Δεδομένου ότι το Εποπτικό Συμβούλιο δεν έχει κανονιστικές αρμοδιότητες, για την εκτέλεση των καθηκόντων του υποβάλλει σχέδια Απόφασης στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, τα οποία εγκρίνονται σε περίπτωση μη διατύπωσης αντιρρήσεων από το τελευταίο εντός δέκα (10) ημερών. Το Εποπτικό Συμβούλιο αποτελείται από:
- τη Daniele Nouy (Πρόεδρος) με πενταετή μη ανανεώσιμη θητεία,
- η Sabine Lautenschlager (Αντιπρόεδρος), η οποία συμμετέχει ως εκπρόσωπος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ,
- τον Luc Coene (εκπρόσωπος της ΕΚΤ),
- τη Sirkka Hamalainen (εκπρόσωπος της ΕΚΤ),
- τη Julie Dickson (εκπρόσωπος της ΕΚΤ),
- τον Ignazio Angeloni (εκπρόσωπος της ΕΚΤ), και
- έναν εκπρόσωπο από την εθνική εποπτική αρχή κάθε συμμετέχοντος κράτους-μέλους.
Επιτροπή μεσολάβησης: η άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ πρέπει να γίνεται με την επιφύλαξη των καθηκόντων της που αφορούν τη νομισματική πολιτική. Προκειμένου να διασφαλιστεί ο διαχωρισμός μεταξύ νομισματικής πολιτικής και εποπτείας, προβλέπεται η υιοθέτηση σειράς μέτρων, περιλαμβανομένης της σύστασης της επιτροπής μεσολάβησης (mediation panel). Η επιτροπή μεσολάβησης απαρτίζεται από ένα μέλος ανά συμμετέχον κράτος-μέλος, επιλεγόμενο μεταξύ των εκπροσώπων του στο Διοικητικό Συμβούλιο και στο Εποπτικό Συμβούλιο. Το καθήκον της επιτροπής μεσολάβησης συνίσταται στην επίλυση των διαφορών που ανακύπτουν από την απόρριψη από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ του υποβληθέντος από το Εποπτικό Συμβούλιο σχεδίου Απόφασης.
Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται ή το οποίο αφορά άμεσα και ατομικά Απόφαση που έχει λάβει η ΕΚΤ στο πλαίσιο άσκησης των εποπτικών της καθηκόντων μπορεί να ζητήσει την επανεξέτασή της. Το πεδίο της εσωτερικής διοικητικής επανεξέτασης καλύπτει τη διαδικαστική και ουσιαστική συμμόρφωση της προσβαλλόμενης Απόφασης προς τον Κανονισμό 1024/2013. Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης αποφαίνεται επί του παραδεκτού της αίτησης επανεξέτασης και στη συνέχεια γνωμοδοτεί το πολύ εντός δύο (2) μηνών από την παραλαβή της αίτησης και την παραπέμπει στο Εποπτικό Συμβούλιο για την προετοιμασία νέου σχεδίου Απόφασης. Το Εποπτικό Συμβούλιο αξιολογεί τη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης και υποβάλει στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ νέο σχέδιο Απόφασης. Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης απαρτίζεται από πέντε μέλη, τα οποία μπορούν να αντικαθίστανται από δύο αναπληρωτές. Πρόκειται για πρόσωπα, με γνώσεις και εμπειρία στους τομείς των τραπεζικών ή άλλων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που δεν προέρχονται από το προσωπικό της ΕΚΤ ή των εθνικών εποπτικών αρχών.